31.8.11

Στη Χλόη, μεγάλη πόλη, οι άνθρωποι που περνούν στους δρόμους δε γνωρίζονται. Καθώς κοιτάζονται φαντάζονται χίλια πράγματα ο ένας για τον άλλον, τις συναντήσεις που θα μπορούσαν να έχουν γίνει μεταξύ τους, τις συζητήσεις, τις εκπλήξεις, τα χάδια, τις δαγκωματιές. Όμως κανένας δε χαιρετάει κανένα, τα βλέμματα διασταυρώνονται για μια στιγμή και μετά ξεφεύγουν, ψάχνουν άλλα βλέμματα, δε σταματούν.

………………..

Έτσι ανάμεσα σε εκείνους που τυχαία βρίσκονται κάτω απ’ τις καμάρες για να προστατευτούν από τη βροχή ή στριμώχνονται κάτω από μια τέντα της αγοράς γίνονται συναντήσεις, αποπλανήσεις, συνουσίες, όργια, χωρίς ν’ ανταλλάξουν μια λέξη, χωρίς να αγγίξουν ο ένας τον άλλον, σχεδόν χωρίς να σηκώσουν τα μάτια.

Ένας ηδονικός κραδασμός διατρέχει συνεχώς τη Χλόη, την πιο σεμνή από τις πόλεις. Αν άντρες και γυναίκες άρχιζαν να ζουν τα εφήμερα όνειρα τους, κάθε πλάσμα της φαντασίας θα γινόταν πρόσωπο και μ’ αυτό θ’ άρχιζε μια ιστορία καταδιώξεων, προσποιήσεων, παρεξηγήσεων, καταπιέσεων και το στριφογύρισμα των φαντασιώσεων θα σταματούσε.

(Αόρατες πόλεις)


11.3.10

Γεννήθηκα μες από ένα ατέλειωτο σκοτάδι
Είδα το φως, φοβήθηκα
Έκλαψα.

Με τον καιρό έμαθα να ζω στο φως
Είδα το σκοτάδι, φοβήθηκα.
Ήρθε μια μέρα που αποχαιρέτησα όσους αγαπούσα, για το σκοτάδι…
Έκλαψα.

Έμαθα να ζω. Έμαθα
πως γέννηση είναι η στιγμή εκείνη που η ζωή αρχίζει να τελειώνει,
Έμαθα πως το ενδιάμεσο διάστημα, είναι όσος χρόνος κλέβεις …
απ' το θάνατο
.

Έμαθα το χρόνο
Τον ανταγωνίστηκα
Έμαθα πως με το χρόνο δε θα ανταγωνιστείς
πως με το χρόνο θα μονοιάσεις …

Έμαθα τον άνθρωπο,
Έπειτα πως υπάρχουν καλοί και κακοί ανάμεσα στους ανθρώπους…
Κι έπειτα έμαθα πως μέσα σε κάθε άνθρωπο
υπάρχει το καλό και το κακό
.

Έμαθα να αγαπώ
Έπειτα να εμπιστεύομαι…
Κι έπειτα έμαθα,
πως η εμπιστοσύνη είναι κάτι πιο μόνιμο απ' την αγάπη,
πως η αγάπη χτίζεται πάνω στο στέρεο έδαφος της εμπιστοσύνης

...............................................
Έμαθα να διαβάζω.
Έπειτα έμαθα στον εαυτό μου τη γραφή…
Και μετά από λίγο, μου έμαθε η γραφή τον εαυτό μου...

Έμαθα να φεύγω.
Κι έπειτα να μην αντέχω και να γυρίζω…
Και πιο έπειτα να φεύγω παρά τη θέλησή μου...

Έμαθα να αψηφώ σε νεαρή ηλικία τον κόσμο…
Έπειτα κατέληξα στην άποψη πως πρέπει να βαδίζεις με τα πλήθη.
Κι έπειτα, πως πρέπει στην ουσία να βαδίζεις ενάντια στα πλήθη.

Έμαθα να σκέφτομαι.
Έπειτα έμαθα να σκέφτομαι μέσα σε καλούπια.
Έπειτα έμαθα πως σκέφτεσαι σωστά,
όταν σκέφτεσαι γκρεμίζοντας καλούπια
.

..................................
Μια μέρα έμαθα την αλήθεια…
Και πως η αλήθεια είναι πικρή
Έπειτα έμαθα πως μια δόση πίκρας, προσθέτει, όπως και στο φαγήτο, "γεύση" στη ζωή.

Έμαθα πως κάθε ζωντανό θα γευτεί το θάνατο,
αλλά πως μονάχα κάποια θα γευτούνε τη ζωή
.

Εγώ δεν αγαπώ τους φίλους μου ούτε με την καρδιά μου ούτε με το μυαλό
Γίνεται ποτέ ;…
Η καρδιά σταματά…
Το μυαλό ξεχνά…
Εγώ τους φίλους μου τους αγαπώ με τη ψυχή μου.
Αυτή ούτε σταματά, ούτε ξεχνά...

ΜΕΒΛΑΝΑ, Τζελαλεττίν Ρουμί

9.2.10

Φήμη, δόξα, χρήμα, εξουσία,
και χειροκροτητές ανερυθρίαστοι!
Ώ, σφαγιαστές της ψυχής!

(Ανώνυμου)

7.2.10

Κι η σιωπή μου μοιάζει με τις παύσεις,
ανάμεσα στις μουσικές νότες
των ηδονικών ψιθύρων,
στο πεντάγραμμο της αιωνιότητας.

(Ανώνυμου)

1.2.10

Και οι δίκαιοι κατά τη Θεία Γραφή πόσοι είναι; Και συλλογίζοντας αυτό επαίξανε τα µάτια µου στα χέρια µου οπού ήτανε απιθωµένα στο φιλιατρό. Και θέλοντας να µετρήσω µε τα δάχτυλα τους δίκαιους, ασήκωσα από το φιλιατρό το χέρι μου το ζερβί, και κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού είπα: Τάχα να είναι πολλά; Και αρχίνεσα και εσύγκρενα τον αριθμό των δικαίων οπού εγνώριζα με αυτά τα πέντε δάχτυλα, και βρίσκοντας πως ετούτα επερισσεύανε ελιγόστεψα το δάχτυλο το λιανό, κρύβοντας το ανάμεσα στο φιλιατρό και στην απαλάμη μου. Και έστεκα και εθεωρούσα τα τέσσερα δάχτυλα για πολληώρα και αιστάνθηκα μεγάλη λαχτάρα, γιατί είδα πως ήμουνα στενεμένος να λιγοστέψω, και κοντά στο λιανό μου δάχτυλο, έβαλα το σιμοτινό του στην ίδια θέση. Εμνέσκανε το λοιπόν από κάτου από τα μάτια μου τα τρία δάχτυλα μοναχά, και τα εχτυπούσα ανήσυχα απάνου στο φιλιατρό για να βοηθήσω το νού μου να εύρει κάνε τρεις δίκαιους. Αλλά επειδή αρχινήσανε τα σωθικά μου να τρέμουνε σαν τη θάλασσα που δεν ησυχάζει ποτέ, ασήκωσα τα τρία μου έρμα δάχτυλα και έκαμα το σταυρό μου.

Έπειτα θέλοντας να αριθμήσω τους αδίκους, έχωσα το ένα χέρι μου στην τσέπη του ράσου μου και το άλλο ανάμεσα στο ζωνάρι μου, γιατί εκατάλαβα, αλοίμονον! πως τα δάχτυλα δεν εχρειαζόντανε ολότελα. Και ο νους μου εζαλίστηκε από το μεγάλο αριθμό, όμως με παρηγορούσε το να βλέπω πως καθένας κάτι καλό είχε απάνω του. Και άκουσα ένα γέλιο φοβερό μες το πηγάδι και είδα προβαλμένα δυο κέρατα.

Και μου ήρθε στο νου μου, περσότερο από όλους αυτούς, η γυναίκα της Ζάκυνθος, η οποία πολεμάει να βλάφτει τους άλλους με τη γλώσσα και με τα έργατα, και ήταν έχθρισσα θανάσιμη του έθνους. Και γυρεύοντας να ιδώ εάν μέσα σε αυτήν την ψυχή, εις την οποία αναβράζει η κακία του Σατανά, αν έπεσε ποτέ η απεθυμιά του παραμικρού καλού, έπειτα που εστάθηκα να συλλογιστώ καλά, ύψωσα το κεφάλι μου και τα χέρια μου προς τον ουρανό και εφώναξα: Θέ μου, καταλαβαίνω πως γυρεύω ένα κλωνί αλάτι μες το θερμό.

Και είδα πως ελάμπανε από πάνου μου όλα τα’ άστρα, και εξάνοιξα την Αλετροπόδα, όπου με ευφραίνει πολύ. Και εβιάστηκα να κινήσω για το ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, γιατί είδα πως εχασομέρησα, και ήθελα να φθάσω για να περιγράψω τη γυναίκα της Ζάκυνθος.

(Η Γυναίκα της Ζάκυνθος)

24.12.09

Και μήπως η έλλειψη ενδιαφέροντος για τόσο πολλά
δεν είναι που δίνει νόημα στη ζωή για τόσο λίγα;

(Ανώνυμου)

23.10.08

Ακίνητη σαν πέτρα η σιωπή
γλυκιά κι ακύμαντη η γαλήνη,
μον' ίσως περδικόπουλα να σε ξυπνολογάνε
με τις πρώτες πύρινες σπαθιές
του θαλασσολουσμένου ήλιου.

Μια μέρα μένεις εδωδά
δυό κουβαλάς μαζί σου.

(Ανώνυμου)

15.9.08

Σήμερα έχουν δημιουργηθεί καινούργια πλούτη για τον πολύ κόσμο: ο ελεύθερος χρόνος, η ποίηση, ο έρωτας, η απελευθέρωση της επιθυμίας, η ιδέα του καθημερινού θαύματος. Ανακαλύπτουμε παντού μη αγοραστέα αγαθά που ξεφεύγουν από τον κανόνα του οικονομικού οφέλους, μοιάζει να μπορούμε να αναβιώσουμε το όνειρο της πολυτέλειας για όλους, της ομορφιάς που προσφέρεται ακόμα και στους ταπεινούς, αυτής που εδράζεται σε όλα όσα είναι πια σπάνια: στη μέθεξη με τη φύση, στη σιωπή, στο διαλογισμό, στην επανακτημένη βραδύτητα, στην ευχαρίστηση να ζεις με τους δικούς σου ρυθμούς, στη γόνιμη απραξία, στη απόλαυση των μεγάλων έργων του πνεύματος, τόσα προνόμια που δεν αγοράζονται επειδή ακριβώς είναι στην κυριολεξία ανεκτίμητα. Στη φτώχια που μου επιβάλλεται μπορώ να αντιτάξω μια επιλεγμένη πτώχευση ή μάλλον έναν εκούσιο περιορισμό, που δεν είναι καθόλου μια προτίμηση για ένδεια αλλά ο επαναπροσδιορισμός των προσωπικών μου προτεραιοτήτων. Απογυμνώνεσαι από αγαθά, προτιμάς την ελευθερία σου από τις υλικές ανέσεις, για μια ζωή πιο πλατιά, για να επιστρέψεις στο ουσιαστικό αντί να συσσωρεύεις χρήματα και αντικείμενα σαν ένα μάταιο φράγμα ενάντια στο άγχος και στο θάνατο. Η αληθινή πολυτέλεια είναι η επινόηση της ίδιας μας της ζωής, είναι η διαχείριση της μοίρας μας.

(Αέναη ευφορία)

4.9.08

Πέτρινη σιωπή
και πέλαγα γαλήνης,
σ' ευδαιμονία
βυθίζεσαι απαλά.
Ας περιμένει
ο θάνατος για λίγο.

(Ανώνυμου, ΠΟΙΗΣΗ)

6.1.08

...
η Θέτις χάρηκε πολύ, γιατί τα λόγια
του Απόλλωνος που γνώριζε από προφητείες,
την φάνηκαν εγγύησις για το παιδί της ...
...
Αλλά μια μέρα ήλθαν γέροι με ειδήσεις,
κ' είπαν τον σκοτωμό του Αχιλλέως στην Τροία.
...
Κ' η Θέτις ξέσχιζε τα πορφυρά της ρούχα
...
Και μες στον οδυρμό της τα παλιά θυμήθη,
και ρώτησε τί έκαμνε ο σοφός Απόλλων,
...
όταν το υιό της σκότωναν στα πρώτα νιάτα!
Κ' οι γέροι την απάντησαν πως ο Απόλλων,
αυτός ο ίδιος εκατέβηκε στην Τροία
και με τους Τρώας σκότωσε τον Αχιλλέα!

(Απιστία)